ελισαβετιανός

ελισαβετιανός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στη βασίλισσα Ελισάβετ Α’
2. εκείνος που αναφέρεται στην περίοδο τής βασιλείας τής Ελισάβετ Α' και έχει τα χαρακτηριστικά τής εποχής («ελισαβετιανή αντίληψη», «ελισαβετιανό θέατρο», «ελισαβετιανή τεχνοτροπία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελισαβετιανός — ή, ό που αναφέρεται στη βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Α (1533 1603), που υπήρξε στην εποχή της: Ελισαβετιανό θέατρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ότγουεϊ, Τόμας — (Thomas Otway, Τρότεν, Σάσεξ 1652 – Λονδίνο 1685). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Χαρακτηρίστηκε ως ο τελευταίος ελισαβετιανός και η σημασία του έργου του βρίσκεται στη στροφή που αυτός έδωσε στο θέατρο της εποχής του, προαναγγέλλοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”