- ελισαβετιανός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη βασίλισσα Ελισάβετ Α’2. εκείνος που αναφέρεται στην περίοδο τής βασιλείας τής Ελισάβετ Α' και έχει τα χαρακτηριστικά τής εποχής («ελισαβετιανή αντίληψη», «ελισαβετιανό θέατρο», «ελισαβετιανή τεχνοτροπία»).
Dictionary of Greek. 2013.